- μεταπαυόμενοι
- μεταπαύομαιrest between-whilespres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταπαύομαι — (Α) 1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.) 2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι … Dictionary of Greek